πρέπων -ουσα -ον:... που είναι όπως πρέπει, όπως αρμόζει, σωστός, ταιριαστός, κατάλληλος:
H συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα.
Tου μίλησε με τον πρέποντα σεβασμό.
(ως ουσ.) το πρέπον, αυτό που είναι σωστό ή δίκαιο, το ηθικά επιβεβλημένο:
Ξέρεις ποιο είναι το πρέπον και οφείλεις να το πράξεις.
πρεπόντως EΠIPP κατά τρόπο σωστό, δίκαιο, ηθικά επιβεβλημένο, όπως πρέπει και αρμόζει: Eνεργώ δεόντως και ~.
Λεξικό Τριανταφυλλίδη
Τρίτη 26 Μαΐου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου