Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Η ταφή του Κόμητος Οργκάθ! Ένας λόγος παραπάνω που αξίζει να ζει κανείς, είναι για να το δει...Μετά μπορεί να πεθάνει ήσυχος!



Φτάνουμε πάλι στην εκκλησία του Σάντο Τομέ. Χτισμένη τον 14ο αιώνα, λίγα βήματα πιό πέρα απ' το σπίτι του Γκρέκο. Η εκκλησία δεν λειτουργεί πια. Υπάρχει για να στεγάζει ένα απ' τα μεγαλύτερα θαύματα της τέχνης στη γη: Την ταφή του Κόμη Όργκάθ. Καλύτερα να σταματήσουμε πρώτα εδώ κι ύστερα να πάμε να δρασκελίσουμε το κατώφλι του σπιτιού του. Καλύτερα να βαφτιστούμε πρώτα στο μυστήριο που φυλάσσει ο Άγιος Θωμάς.

Να προγευθούμε εκείνο που ό ίδιος ο ζωγράφος επιτρέπει να φανερωθεί κι ύστερα να διαβούμε το κατώφλι για τον αφανέρωτο χώρο της ιδιωτικής ζωής του. Οι επισκέπτες μέσα στον Άγιο Θωμά είναι λιγοστοί. Ακίνητοι και άφωνοι. Αν το καλοσκεφτείς, είναι ελάχιστες οι στιγμές που καταφέρνει κανείς να μένει ακίνητος όταν δεν κοιμάται. Όμως οι επισκέπτες εδώ δεν κινούνται καθόλου. Πιο φανερά ανασαίνουν τα πρόσωπα του πίνακα παρά αυτοί. Όπως στον ύπνο, ξεχνούν τον εαυτό τους, τον εγκαταλείπουν πάνω στο όραμα του απέναντι τοίχου. Τους φεύγει. Σαν σκιές στέκονται μπροστά του.

Μπορείς να προχωρήσεις ελεύθερα, να πλησιάσεις το έργο, να πάρεις την ανάσα που ξαφνικά ζητάει η καρδιά σου, να κάτσεις κοντά του ώρα πολλή. Για να μαζέψεις τις δυνάμεις της ψυχής και της νόησης, για ν' αποδιώξεις-τον θόρυβο που μάταια φορτώθηκες, για να ξαναρχίσεις. Ν' απλωθείς, να βαθύνεις, να χωρέσεις αυτό που σήμερα το πρωΐ σου αποκαλύπτεται. Δεν γίνεται να πραγματοποιηθούν τέτοιες φιλοδοξίες που μονομιάς σε πλημμύρισαν. Όσο κι αν αγωνίζεσαι ν' απορροφήσεις αυτό που κοιτάς, απορροφιέσαι εσύ από κείνο. Λίγο λίγο, σταγόνα σταγόνα.

Θα δείχνουμε χλωμοί στο τέλος φαντάζομαι. Απέναντι μας, στον φωτισμένο τοίχο, ο πίνακας του Όργκάθ. Γιγάντιο άνθος που έσκασε, άνοιξε πέταλα καί φανερώνεται η ιδέα ιδιοφυούς νου, ο ανασασμός ψυχής περίπλοκης, κατασταλαγμένης όμως. Κι από παντού, σαν πέπλο, σαν αχλύ, σαν από πηγή φωτός ανεξάρτητη απ' τον ζωγράφο, η ανταύγεια του Πνεύματος του ζωοποιού που κινεί τους ανθρώπους καί τ' αληθινά έργα τους και τα κάνει ν' ανυψώνονται πάνω απ' τα υλικά τους.

Πρόκειται για πίνακα μεγάλου σχήματος. Έχει διαστάσεις, 4,80 μ. επί 3,60 μ. κι ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1586, εποχή ωριμότητας του Θεοτοκόπουλου. Αναπαριστά τον ενταφιασμό του ήρωα Όργκάθ την ώρα που η πενθούσα συντροφιά των ευγενών Τολεδιάνων βλέπει έκπληκτη να συμβαίνει μπροστά της ένα θαύμα: Εμφανίζονται κατά την ταφή στη γη ό Άγιος Στέφανος κι ό Άγιος Αυγουστίνος επιθυμώντας νά τιμήσουν τον ενάρετο νεκρό. Με στοργή σκύβουν κι ανασηκώνουν το πεσμένο του κορμί ενώ πάνω απ' τα κεφάλια και τις λαμπάδες ανοίγει ο ουρανός.

Άγγελοι κι άγιοι γύρω απ' τον Χριστό Παντοκράτορα παρακολουθούν τη λυτρωμένη ψυχή του Οργκάθ να παίρνει τη θέση της ανάμεσά τους. Στην ορθόδοξη ανατολική εικονογραφία, η ψυχή παρουσιάζεται σαν βρέφος. Γι' αυτό κι εδώ ένας βιαστικός άγγελος σέρνοντας τήν, σαν σπάθα, μακριά φτερούγα του, με ορμητική κίνηση ανυψώνεται κρατώντας προσεχτικά στην αγκαλιά του την ελευθερωμένη ψυχή σαν νεογέννητο. Θανάτω θάνατον πατήσας κι η ζωή αποδεικνύει τις αιώνιες δυνατότητες της. Τούτο το έργο θεολογεί. Μιλάει για τη φύση του ανθρώπου, για τη φύση του θείου και, το σπουδαιότερο, ερμηνεύει τον θάνατο.

Τα επίπεδα του βίου, το πέρασμα στον ουρανό, η κλίμαξ, οι πρεσβείες της Θεοτόκου, το πάθος, ο θρήνος, η δόξα. Σπάνια ένα καλλιτέχνημα διδάσκει τόσο λεπταίσθητα την πίστη του δημιουργού του. Χωρίς κήρυγμα, δίχως απλοϊκές επεξηγήσεις, δίχως κραυγές και δάκρυα, πολύ μακριά από τον εύκολο υπερσυναισθηματισμό της δυτικής θρησκευτικής τέχνης. Εμφανίζεται σαν ρεαλιστικό απόσπασμα ζωής αληθινής και ατέρμονης όπου ένα μαχαίρι τέμνει τη φλούδα των γεγονότων για να μπορείς να ατενίζεις από κάτω τα ορατά και τα αόρατα να γίνονται ένα. Την κίνηση του αιώνα να καθηλώνεται για ν' ανατείλει η αιωνιότητα. Τα δύσκολα να γίνονται απλά, τ' ακατανόητα κατανοητά, τ' ανέλπιστα να πραγματώνονται μπροστά στα μάτια σου.

Οι θνητοί, οι άγιοι κι οι άγγελοι δεν διαφέρουν στη μορφή. Ο σπόρος του αγίου, ο σπόρος του αγγέλου πρέπει να εμφωλεύουν κάτω απ' τις μαύρες σφιχτές στολές των ευγενών, στις καρδιές των θνητών τούτου του φευγαλέου κόσμου. Όλοι τους, οι κάτω και οι πάνω, είναι άνθη που άνθισαν από το ίδιο σκληρό χώμα κι ανάλογα με το ύψος της ψυχής η σάρκα γίνεται όλο καί πιό διάφανη στο άχτιστο φως που από ψηλά ρέει. Πάνω από τα επίγεια εμφανίζεται η ουσία του Ουρανού. Σε μάζες από κινούμενα σύννεφα ανθίζει εκτυφλωτική η Δόξα τού Θεού, η Γκλόρια.

Ανθίζει ο κόσμος των αγίων, των αγγέλων, των ψυχών και, στην κορυφή, τυλιγμένος σε πάλλευκο ύφασμα, σε πάλλευκο που τόσο δύσκολα ζωγραφίζεται, ο μελαχροινός Χριστός του Θεοτοκόπουλου απλώνει τά χέρια • προς τους πενθούντες, τους κοπιώντες, τους διψώντες για δικαιοσύνη. Όλα τώρα τα αβάσταχτα της ζωής αλαφρώνουν, όλα τα παράλογα βρίσκουν τον λόγο τους, όλα τα παρανοϊκά ισορροπούν. Η Δόξα του Πνεύματος σώζει τον κόσμο. «Δίχως την Γκλόρια», γράφει ό Μπαρρές, «Τό έργο τούτο θα ήταν μια Ιωάννα της Λωραίνης χωρίς τις εξ ουρανού φωνές της».

Όχι, ο θάνατος δεν είναι τέλος ζωής, δεν είναι επίφαση ματαιότητας, δεν είναι ύβρις και αφανισμός. Είναι το επιστέγασμα, η απονομή δικαιοσύνης, το κλείσιμο ενός τέλειου κύκλου. Ο νεκρός κόμης λυγίζει κι ακουμπά μ' εμπιστοσύνη σε χέρια πονετικών άγιων, κάτω απ' το στοργικό βλέμμα συντρόφων. Το πρόσωπό του, άδειο πια από αίμα ζωής, παίρνει τη χλωμάδα που απλώνει το γαλάζιο φώς μιας παγωμένης σελήνης. Οδηγείται στον τάφο σφιχτοδεμένος την σιδερένια στολή του ιππότη.

Πολεμιστής στη ζωή και στον θάνατο. Το επιτάσσει ο ιερός νόμος της Ισπανίας, της Κρήτης πιο πίσω. Το χρέος. Ούτε λουλούδια, ούτε μώβ πέπλα, ούτε διάκοσμος νεκρικός. Δεν υπάρχουν καν γυναίκες μήπως κι ο ακράτητος θρήνος τους εκτρέψει προς τον συναισθηματισμό εκείνο που το έργο θέλει να περισώσει: Ένα πυκνό, βουβό πάθος. Την φλεγόμενη πνευματικότητα που μονάχα ένα κλειστό αντρικό τάγμα μπορεί να ασκήσει. Το ασκητικό ιδεώδες που πυρπολούσε τον Γκρέκο δεν τον άφησε να γαληνέψει ποτέ σε δόξα και σε πλούτη. Εδώ η οδύνη είναι τόσο βαθειά που μένει άφωνη. Δεν ξεθυμαίνει, αργά λιώνει τα μάγουλα, τα μέτωπα που έχουν το χρώμα και την ύλη του κεριού.

Ό,τι περισσότερο μαγνητίζει με τη δύναμη του σε τούτο το απέραντο γεγονός είναι ο αμίλητος κύκλος των αρχόντων του Τολέδου, το ύφος με το οποίο αντιμετωπίζουν όσα οριακά συμβαίνουν μπροστά τους. Είναι ασφαλώς τό ίδιο τό ύφος του ζωγράφου τους, η εσωτερική του στάση, η πνευματική θέση του απέναντι στον θάνατο καα στο μετά τον θάνατο. Άν είναι έτσι όπως γράφουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, πως η βασιλεία του Θεού «κλέπτεται» από τους εραστές της αιωνιότητας, με τούτη εδώ τη ζωγραφική εκείνος άπλωσε με τόλμη το χέρι στον Παράδεισο. Ολοκλήρωσε την εσώτατη και πειστικότατη αναφορά του για όσα αντίκρυσε τις στιγμές της έκστασης.

Για το ίδιο το μυστικό της ζωής όπως κατόρθωσε με προσευχή και με τέχνη να αποσπάσει. Μυημένος στα μυστήρια της βυζαντινής αγιογραφίας στην Κρήτη, θα νήστευε πιθανόν και επί μέρες θα προσευχόταν προτού πιάσει το πινέλο στα χέρια του. Γιατί οι ορθόδοξοι αγιογράφοι θεωρούν πως το έργο που τελικά θα δημιουργηθεί στο τελάρο τους, στον τοίχο, στο χαρτί ή στο σανίδι τους είναι έργο θεόσταλτο. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο δέκτης πνοής θείας, δανείζει το χέρι του για μια δημιουργία που δεν του ανήκει. Γι' αυτόν το λόγο και θα υπογράψει, «χείρ Νικόδημου εποίει» ή «χείρ Θεοφάνους εποίει» ή «χείρ Δομήνικου εποίει» όπως εχάραξε κάτω από ορισμένα έργα του κι εκείνος.Οι μορφές των ευγενών της πόλης που πενθούν τον νεκρό Οργκάθ είναι μορφές περισυλλογής.

Avαδύονται μέσα από τον δαντελένιο ισπανικό γιακά σαν από ανοιγμένες καμέλιες. Ατενίζουν με γνώση και επίγνωση. Τα ωραία μακριά τους δάχτυλα σχολιάζουν σεμνά. Η φροντισμένη κομψότητα τους καμιά επίδειξη δεν κρύβει. Από ευπρέπεια και σεβασμό είναι καλοντυμένοι. Η σοβαρότητα κι η πίστη τους υφαίνουν κλοιό ασφαλείας γύρω απ' το φοβερό μυστήριο και πείθουν ακόμα περισσότερο για την πραγματικότητα του εξωπραγματικού. Οι ίδιοι αποδέχονται τό θαύμα με συγκρατημένη ανατριχίλα μια κι η αναμονή θαύματος είναι ζυμωμένη με την χριστιανική τους παιδεία.

Αναρριγούν αλλά δεν απορούν. Πρόκειται για άντρες εκπαιδευμένους στα όπλα της ζωής, του θανάτου, και του θαύματος που τα συνδέει. Δεν θαυμάζουν υστερικά, δεν διατυμπανίζουν αισθήματα. Παραστέκουν σεμνοί μάρτυρες του συνταρακτικού, φορείς ήθους ακλόνητου αλλά ευφυούς, σταθερού αλλά καί ευλύγιστου. Με αρετή και με τόλμη παραστέκουν. Με αρετή που προσκαλεί το θείο να φανερωθεί και με τόλμη να πιστέψουν εκείνα που είναι απίστευτα για τον μέτριο νου. Έχουν εντέλει τα πρόσωπα που αξίζουν σε μιαν αξιοπρεπή, καλότυχη πολιτεία: αρχόντων ικανών να εμπνεύσουν αξίες ηθικές στους συμπολίτες τους. Κι εκεί, στ' αριστερά, ανάμεσα στις ευγενικές κεφαλές, ο μόνος που ξεφεύγει απ' την γενική κίνηση και μας κοιτάζει κατάματα, είναι εκείνος που θεωρείται ως η πιθανότερη αυτοπροσωπογραφία του Γκρέκο...


Από το λουλούδι της κανέλλας της Μάρως Βαμβουνάκη! Καμιά περιγραφή δε θα μπορούσε να με καλύψει καλύτερα. Περιγράφει ακριβώς αυτά που νιώσαμε όσοι είχαμε την ευτυχία να δούμε αυτό το μοναδικό αριστούργημα από κοντά... και την ευχαριστώ για την περιγραφή...

Το λουλούδι της κανέλλας, Μάρω Bαμβουνάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: