Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

...φίλε δακρυπότιστε των πρωτίστων πρώτιστε...


Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, El Greco
Η Σταύρωση, 1600, Μουσείο PRADO στη Μαδρίτη.

Μεγάλη Παρασκευή

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό.
Κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ' ακουμπώ -
φίλε δακρυπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.

Άξιος ο νεφέλαις κοσμήσας το στερέωμα.

Νίκος Γκάτσος, Μέρες Επιταφίου

Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσανε, τον πάντων βασιλέα...


El Greco. Ο χριστός μεταφέρει το Σταυρό. c. 1590-1595. Λάδι σε καμβά.
Ίδρυμα Oscar B. Cintas, NY, USA


Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου.
Οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου

Κωστής Παλαμάς
Ασάλευτη ζωή. Τραγούδι του Σταυρού




Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο "Σήμερον κρεμάται" (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92), παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :


Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι' η Παναγιά η δέσποινα
κ' οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς' έβγαλε
μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

Πηγή:Ι.Μ. Πατρών

Θρήνοι της Παναγιάς

ΜΠΑΪΝΤΙΡΙ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Η Παναΐα τ' άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερό σταμνιά την περεχούν, τρία γυαλιά του μόσχου,
τέσσερα το ροδόστατμο ώστε να συνεφέρει,
κι απάνω που συνέφερε τούτο το λόγο λέγει.
- Δεν έχ' γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου
δεν έχ' μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου
δεν έχ' σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
- Μάνα μ' αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ' όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ' όλος ο κόσμος,
μάνα μ' αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ' όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ' όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν' το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ' απαντέχεις.
...

Θρήνοι της Παναγιάς
Πηγή:Ι.Μ. Πατρών

Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν...



El Greco. Christ on the Cross with Landscapes. c. 1605-1610. Oil on canvas.
The Cleveland Museum of Art, Cleveland, USA.

Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου
στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα
της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,
τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι
σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
της εκκλησιάς.

Κωστής Παλαμάς, Γιορτές
Από το άρθρο του σχ.συμβούλου Κώστα Παπαδημητρίου
Το Πάσχα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος



El Greco. Christ on the Cross Adored by Two Donors. Oil on canvas.
The Louvre, Paris, France

ΣΤΑΥΡΩΣΗ (Χαι-κου)

Άδοτο φιλί.
Εταίρε εφ 'ω πάρει;
Ριγούν τα χείλη.

Μόνος στο πλήθος
Εις χείρας αμαρτωλών
Αίμα αθώου

Χωρίς των στίχων
την κόκκινη χλαμύδα:
Γυμνός εις κρίσιν

Τώρα τον βλέπω
Πιλάτος των Ουρανών
Νίπτει τας χείρας

Έσχατος λόγος -
Το αίμα της πληγής μου-
Εσταυρωμένος

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Diego Velázquez


Diego Velázquez. Christ Crucified. c. 1632. Oil on canvas. Museo del Prado, Madrid

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Το «τροπάριο της Κασσιανής»: Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;




Το «τροπάριο της Κασσιανής»


«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένη θεότητα,
μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι
προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι, λέγουσα,
ότι νυξ μοι υπάρχει,
οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος,
έρως της αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ.
Κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς
τη αφάτω σου κενώσει.

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις.
Ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;

Μη με την σην δούλην παρίδης,
ο αμέτρητον έχων το μέγα έλεος».


Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος


Από εδώ μπορείτε να κατεβάσετε ή να ακούσετε τους υπέροχους Ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και κυρίως το Τροπάριο της Κασσιανής που ψάλλεται απόψε στις εκκλησίες.

Το τροπάριο εδώ

κι εδώ



Είναι γνωστή από τους Βυζαντινούς χρονογράφους η ιστορία κατά την οποία το 830 μ.Χ. η μητρυιά του Θεόφιλου, Ευφροσύνη, θέλοντας να βρει άξια σύζυγο στο θετό γιο της διοργάνωσε ένα είδος καλλιστείων, στέλνοντας εντολή σε όλα τα θέματα, τις διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας, να συγκεντρωθούν οι ωραιότερες κοπέλες και να παρουσιαστούν στο παλάτι. Ανάμεσα στις δώδεκα κόρες που ορίστηκαν ως υποψήφιες και που κατάγονταν από τις ευγενέστερες οικογένειες, ξεχώρισαν δύο: η Κασσία, κόρη εξαίσιας ομορφιάς, η οποία καταγόταν από οικογένεια ευπατρίδων και η αρχόντισσα επίσης Θεοδώρα.

Όταν συγκεντρώθηκαν στην επίσημη αίθουσα, η Ευφροσύνη έδωσε στο Θεόφιλο ένα χρυσό μήλο να το προσφέρει στην κόρη που θα τον συγκινούσε περισσότερο. Εκείνος στράφηκε προς την Κασσία, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της για να της προσφέρει το μήλο. Ιδιόρρυθμος καθώς ήταν της απηύθυνε μια απροσδόκητη και κακόβουλη παρατήρηση:[b] "Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα".
Η Κασσιανή δείχνοντας υπόδειγμα συμπεριφοράς Χριστιανής παρθένου, κοκκίνισε, όπως λένε οι ιστορικοί, αλλά ούτε τα έχασε, ούτε υπολόγισε ότι θα έχανε το θρόνο, ούτε δέχθηκε να προδώσει την αλήθεια και το φύλο της. Και έδωσε μια απάντηση, καμπάνα θεολογίας, που έτρεψε σε φυγή την κακόδοξη ψυχή του Θεόφιλου: "Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω", του είπε κάνοντας με τις επτά αυτές λέξεις περίληψη ολόκληρης της χριστιανικής θεολογίας.

Ο Θεόφιλος νιώθοντας την αξία και την ευστροφία της και πειραγμένος από την απάντηση αυτή, της γύρισε την πλάτη, όπως γύρισε την πλάτη και στην Παναγία, στη γυναίκα "εξ ής πηγάζει τα κρείττω", αρνούμενος την εικόνα και Αυτής και του Υιού Της και έδωσε το χρυσό μήλο της εκλογής στη σιωπηλή Θεοδώρα. Η Κασσιανή, πέφτοντας θύμα της ευφυίας και της ελευθεροστομίας της, είχε χάσει οριστικά το θρόνο.

Στη συνέχεια η Κασσιανή έγινε μοναχή, όχι από ερωτική απογοήτευση προς τον ουσιαστικά άγνωστό της Θεόφιλο, αλλά από έρωτα θείο. Έδωσε την περιουσία της για να κτισθεί η περίφημη τότε μονή ´´Εικασίας της μοναχής´´. Κλείσθηκε μέσα σ´ αυτήν και έζησε τη μακάρια ζωή της εν Χριστώ ησυχίας, όταν η ευσεβής επίσης και ορθόδοξη Θεοδώρα, που τελικά εξέλεξε ο Θεόφιλος για σύζυγο, ζούσε μέσα στις αγωνίες και τις συνωμοσίες του παλατιού αγωνιζόμενη να κρατήσει τα παιδιά της στην Ορθοδοξία, καλώντας τα κάθε τόσο να προσκυνήσουν ´´τα νινία´´, το μικρό δίπτυχο εικόνισμα του Χριστού και της Θεοτόκου που είχε κρυμμένο, επειδή φοβόταν τη μήνη του φοβερού συζύγου της.

Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα με τα οποία τραγούδησε την ευδαιμονία του μοναχικού βίου και δίδαξε βαθύτατη θεολογία. Επίσης έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π. μεταξύ των οποίων και το γνωστό ´´Τροπάριο της Κασσιανής´´, το οποίο είναι ένα ολοκληρωμένο σε σύλληψη ποίημα, γεμάτο Χριστιανικό μεγαλείο, αγάπη και γνώση θεολογική και ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης στους Ιερούς Ναούς συγκεντρώνοντας πλήθη πιστών για να το ακούσουν.

O Θεόφιλος δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον έρωτα που του ενέπνευσε η ομορφιά της Κασσιανής και την αναζητούσε στα Μοναστήρια της αυτοκρατορίας του. Κάποτε που έφτασε στο μοναστήρι της, η Κασσιανή κρύφτηκε για να αποφύγει την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση. Ήταν τότε που συνέθεσε το ιδιόμελο της. Το κείμενο βρισκόταν στο αναλόγιο μισοτελειωμένο, ως τη φράση : "ών (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν".

Ο Θεόφιλος διάβασε το τροπάριο, αναγνώρισε το ύφος της Κασσίας, και θέλησε να την πειράξει για μια ακόμα φορά. Πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τη φράση "κρότων τοίς ωσίν ηχηθείσα τώ φόβω εκρύβη", κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο που αυτή ένιωσε όταν άκουσε τον θόρυβο των βημάτων του. Όταν ο Θεόφιλος έφυγε, η Κασσία γύρισε στο κελί της και με έκπληξη είδε την επέμβαση του Θεόφιλου. Χωρίς όμως να απαλείψει τη φράση, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.


Η ζωή και η ιστορία έχουν τους δικούς μυστικούς νόμους. Δύο γυναίκες αντίπαλες σε μια κορυφαία κρίση υποβολής και κοσμικής εξουσίας, παραδόθηκαν στη συνέχεια στην κρίση της ιστορίας. Η μια έγινε βασίλισσα κι αργότερα αγία, η άλλη ταπεινή μοναχή.

Γνωρίζουμε όμως εμείς ποια από τις δύο κέρδισε την υστεροφημία και τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η ταπεινή μοναχή Κασσιανή έχασε τον επίγειο θρόνο, αλλά έγινε πιο διάσημη και πιο δημοφιλής με ένα μόνο τροπάριο.

Η Κασσιανή κατέχει στην ιστορία των Βυζαντινών γραμμάτων ξεχωριστή θέση ως αξιόλογη ποιήτρια με πολλά κοσμικά ποιήματα και άλλα συγγράμματα, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα, ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα κ.λ.π. Σπουδαίο υμνογραφικό έργο είναι το πρώτο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων "Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής...". Με την εκκλησιαστική ποίησή της μας μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Δεν γράφει για τον εαυτό της, για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, αλλά θέτει την πλούσια ποίησή της στην υπηρεσία της Εκκλησίας και την κάνει φωνή θρησκευτικού ενθουσιασμού, μετάνοιας, προσευχής και δοξολογίας.

Το επεισόδιο της Κασσιανής με το Θεόφιλο ήταν φυσικό να περάσει και στην περιοχή της λόγιας λογοτεχνίας και προ πάντων στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία όπου γράφηκαν πολλά ποιήματα και τρυφερά διηγήματα και μυθιστορήματα. Το θέμα της Κασσιανής επηρέασε έντονα πολλούς Βυζαντινούς χρονογράφους, ιστορικούς και φιλολόγους, τον Κωστή Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Πολίτη κ.α.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου στην πύλη του παράδεισου, στο φρέαρ της αβύσσου.


Μεγάλη Δευτέρα

Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Το Άλφα και το Ωμέγα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
Ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.

Ο γεωμέτρης του αχανούς.
Ο ποιμήν των αστέρων.

Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
Που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του

Ο κυβερνήτης των Αριθμών.
Ο δαμαστής των Σημείων.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου, στο φρέαρ της αβύσσου.

Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.


Μεγάλη Τρίτη

Επόρνευσον οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας
εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.

Κάτω απ' τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίo για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν
είς τους άχράντους πόδας σου.

Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός πού είν’ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Εγώ το φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.


Μεγάλη Τετάρτη

Εκ των σπηλαίων του όρους εξήλθον οι δαίμονες

Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.

Ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω.

Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
Ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
Σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

Πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα. Μείζων δε
τούτων η αγάπη

Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
Να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
Και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι;

Πάντα ποιείτε ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι
Μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.


Μεγάλη Πέμπτη

Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι.

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ' ουρανού,
κρέμεται σήμερα σε ξύλο -
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ' ασπαλάθια της ερήμου
Μια μάνα φώναξε "παιδί μου"!

Δια ξύλου τα τέκνα του Αδάμ Παραδείσου γεγόνασιν άποικοι.

Με τ’ Απριλιού τ' αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Ελήλυθε εις την γην ίνα μαρτυρήσει τη αληθεία.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νού
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Ούτος εστιν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου


Μεγάλη Παρασκευή

Άξιος ο την γην κρεμάσας εν ύδασιν.

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό.
Κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ' ακουμπώ -
φίλε δακρυπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.

Άξιος ο νεφέλαις κοσμήσας το στερέωμα.

Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός –
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε
των αρίστων άριστε

Άξιος ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσιν.

Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς –
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε
των μεγίστων μέγιστε.

Άξιον εστί το αρνίον το εσφαγμένον.


Μέγα Σάββατον

Μέμνησο!

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.

Μέμνησο των παιδίων α σοι έδωκεν ο Θεός.

Πίσω απ' τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελλούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σαν γλαροπούλια στην αμμουδιά.

Τα ρήματα α λελάληκας ημίν πνεύμα εστιν και ζωή εστιν.

Μες των καιρών την ανημποριά
Διώξε το γρέγο και το βοριά
Και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
Με του θριάμβου σου την κραυγή.

Ότι συ ει η αλήθεια και η ζωή και η ανάστασις.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.


Gloria Aeterna

Όπου κι αν πάμε
μνήμες κρατάμε.
Αθήνα και Ρώμη
σε ψάχνουμε ακόμη.
Άσπρες κολώνες
μαύροι αιώνες.
Ασήκωτοι χρόνοι
στον κόσμο που βρεθήκαμε μόνοι.

Μίση φατρίες
πέφτουν οι Τροίες
κι εσύ Βαβυλώνα
μια κούφια σταγόνα.
Όλα περνάνε
πες μου πού πάνε
η κόλαση άδεια
και γύρω μας φυτρώνουν σκοτάδια.

Νόμος ο νόμος
τρόμος ο τρόμος
και ποιος θα ταράξει
του κόσμου την τάξη.
Θε μου Σωτήρα
τ' άστρα σου πήρα
ν' ανάψω τα τόξα
που δείχνουν την αιώνια σου δόξα.

Νίκος Γκάτσος - Μέρες Επιταφίου
(φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε – εκδ. Ίκαρος 1992)


Πηγή: το μικρό ανθολόγιο του Observer

Η ταφή του Κόμητος Οργκάθ! Ένας λόγος παραπάνω που αξίζει να ζει κανείς, είναι για να το δει...Μετά μπορεί να πεθάνει ήσυχος!



Φτάνουμε πάλι στην εκκλησία του Σάντο Τομέ. Χτισμένη τον 14ο αιώνα, λίγα βήματα πιό πέρα απ' το σπίτι του Γκρέκο. Η εκκλησία δεν λειτουργεί πια. Υπάρχει για να στεγάζει ένα απ' τα μεγαλύτερα θαύματα της τέχνης στη γη: Την ταφή του Κόμη Όργκάθ. Καλύτερα να σταματήσουμε πρώτα εδώ κι ύστερα να πάμε να δρασκελίσουμε το κατώφλι του σπιτιού του. Καλύτερα να βαφτιστούμε πρώτα στο μυστήριο που φυλάσσει ο Άγιος Θωμάς.

Να προγευθούμε εκείνο που ό ίδιος ο ζωγράφος επιτρέπει να φανερωθεί κι ύστερα να διαβούμε το κατώφλι για τον αφανέρωτο χώρο της ιδιωτικής ζωής του. Οι επισκέπτες μέσα στον Άγιο Θωμά είναι λιγοστοί. Ακίνητοι και άφωνοι. Αν το καλοσκεφτείς, είναι ελάχιστες οι στιγμές που καταφέρνει κανείς να μένει ακίνητος όταν δεν κοιμάται. Όμως οι επισκέπτες εδώ δεν κινούνται καθόλου. Πιο φανερά ανασαίνουν τα πρόσωπα του πίνακα παρά αυτοί. Όπως στον ύπνο, ξεχνούν τον εαυτό τους, τον εγκαταλείπουν πάνω στο όραμα του απέναντι τοίχου. Τους φεύγει. Σαν σκιές στέκονται μπροστά του.

Μπορείς να προχωρήσεις ελεύθερα, να πλησιάσεις το έργο, να πάρεις την ανάσα που ξαφνικά ζητάει η καρδιά σου, να κάτσεις κοντά του ώρα πολλή. Για να μαζέψεις τις δυνάμεις της ψυχής και της νόησης, για ν' αποδιώξεις-τον θόρυβο που μάταια φορτώθηκες, για να ξαναρχίσεις. Ν' απλωθείς, να βαθύνεις, να χωρέσεις αυτό που σήμερα το πρωΐ σου αποκαλύπτεται. Δεν γίνεται να πραγματοποιηθούν τέτοιες φιλοδοξίες που μονομιάς σε πλημμύρισαν. Όσο κι αν αγωνίζεσαι ν' απορροφήσεις αυτό που κοιτάς, απορροφιέσαι εσύ από κείνο. Λίγο λίγο, σταγόνα σταγόνα.

Θα δείχνουμε χλωμοί στο τέλος φαντάζομαι. Απέναντι μας, στον φωτισμένο τοίχο, ο πίνακας του Όργκάθ. Γιγάντιο άνθος που έσκασε, άνοιξε πέταλα καί φανερώνεται η ιδέα ιδιοφυούς νου, ο ανασασμός ψυχής περίπλοκης, κατασταλαγμένης όμως. Κι από παντού, σαν πέπλο, σαν αχλύ, σαν από πηγή φωτός ανεξάρτητη απ' τον ζωγράφο, η ανταύγεια του Πνεύματος του ζωοποιού που κινεί τους ανθρώπους καί τ' αληθινά έργα τους και τα κάνει ν' ανυψώνονται πάνω απ' τα υλικά τους.

Πρόκειται για πίνακα μεγάλου σχήματος. Έχει διαστάσεις, 4,80 μ. επί 3,60 μ. κι ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1586, εποχή ωριμότητας του Θεοτοκόπουλου. Αναπαριστά τον ενταφιασμό του ήρωα Όργκάθ την ώρα που η πενθούσα συντροφιά των ευγενών Τολεδιάνων βλέπει έκπληκτη να συμβαίνει μπροστά της ένα θαύμα: Εμφανίζονται κατά την ταφή στη γη ό Άγιος Στέφανος κι ό Άγιος Αυγουστίνος επιθυμώντας νά τιμήσουν τον ενάρετο νεκρό. Με στοργή σκύβουν κι ανασηκώνουν το πεσμένο του κορμί ενώ πάνω απ' τα κεφάλια και τις λαμπάδες ανοίγει ο ουρανός.

Άγγελοι κι άγιοι γύρω απ' τον Χριστό Παντοκράτορα παρακολουθούν τη λυτρωμένη ψυχή του Οργκάθ να παίρνει τη θέση της ανάμεσά τους. Στην ορθόδοξη ανατολική εικονογραφία, η ψυχή παρουσιάζεται σαν βρέφος. Γι' αυτό κι εδώ ένας βιαστικός άγγελος σέρνοντας τήν, σαν σπάθα, μακριά φτερούγα του, με ορμητική κίνηση ανυψώνεται κρατώντας προσεχτικά στην αγκαλιά του την ελευθερωμένη ψυχή σαν νεογέννητο. Θανάτω θάνατον πατήσας κι η ζωή αποδεικνύει τις αιώνιες δυνατότητες της. Τούτο το έργο θεολογεί. Μιλάει για τη φύση του ανθρώπου, για τη φύση του θείου και, το σπουδαιότερο, ερμηνεύει τον θάνατο.

Τα επίπεδα του βίου, το πέρασμα στον ουρανό, η κλίμαξ, οι πρεσβείες της Θεοτόκου, το πάθος, ο θρήνος, η δόξα. Σπάνια ένα καλλιτέχνημα διδάσκει τόσο λεπταίσθητα την πίστη του δημιουργού του. Χωρίς κήρυγμα, δίχως απλοϊκές επεξηγήσεις, δίχως κραυγές και δάκρυα, πολύ μακριά από τον εύκολο υπερσυναισθηματισμό της δυτικής θρησκευτικής τέχνης. Εμφανίζεται σαν ρεαλιστικό απόσπασμα ζωής αληθινής και ατέρμονης όπου ένα μαχαίρι τέμνει τη φλούδα των γεγονότων για να μπορείς να ατενίζεις από κάτω τα ορατά και τα αόρατα να γίνονται ένα. Την κίνηση του αιώνα να καθηλώνεται για ν' ανατείλει η αιωνιότητα. Τα δύσκολα να γίνονται απλά, τ' ακατανόητα κατανοητά, τ' ανέλπιστα να πραγματώνονται μπροστά στα μάτια σου.

Οι θνητοί, οι άγιοι κι οι άγγελοι δεν διαφέρουν στη μορφή. Ο σπόρος του αγίου, ο σπόρος του αγγέλου πρέπει να εμφωλεύουν κάτω απ' τις μαύρες σφιχτές στολές των ευγενών, στις καρδιές των θνητών τούτου του φευγαλέου κόσμου. Όλοι τους, οι κάτω και οι πάνω, είναι άνθη που άνθισαν από το ίδιο σκληρό χώμα κι ανάλογα με το ύψος της ψυχής η σάρκα γίνεται όλο καί πιό διάφανη στο άχτιστο φως που από ψηλά ρέει. Πάνω από τα επίγεια εμφανίζεται η ουσία του Ουρανού. Σε μάζες από κινούμενα σύννεφα ανθίζει εκτυφλωτική η Δόξα τού Θεού, η Γκλόρια.

Ανθίζει ο κόσμος των αγίων, των αγγέλων, των ψυχών και, στην κορυφή, τυλιγμένος σε πάλλευκο ύφασμα, σε πάλλευκο που τόσο δύσκολα ζωγραφίζεται, ο μελαχροινός Χριστός του Θεοτοκόπουλου απλώνει τά χέρια • προς τους πενθούντες, τους κοπιώντες, τους διψώντες για δικαιοσύνη. Όλα τώρα τα αβάσταχτα της ζωής αλαφρώνουν, όλα τα παράλογα βρίσκουν τον λόγο τους, όλα τα παρανοϊκά ισορροπούν. Η Δόξα του Πνεύματος σώζει τον κόσμο. «Δίχως την Γκλόρια», γράφει ό Μπαρρές, «Τό έργο τούτο θα ήταν μια Ιωάννα της Λωραίνης χωρίς τις εξ ουρανού φωνές της».

Όχι, ο θάνατος δεν είναι τέλος ζωής, δεν είναι επίφαση ματαιότητας, δεν είναι ύβρις και αφανισμός. Είναι το επιστέγασμα, η απονομή δικαιοσύνης, το κλείσιμο ενός τέλειου κύκλου. Ο νεκρός κόμης λυγίζει κι ακουμπά μ' εμπιστοσύνη σε χέρια πονετικών άγιων, κάτω απ' το στοργικό βλέμμα συντρόφων. Το πρόσωπό του, άδειο πια από αίμα ζωής, παίρνει τη χλωμάδα που απλώνει το γαλάζιο φώς μιας παγωμένης σελήνης. Οδηγείται στον τάφο σφιχτοδεμένος την σιδερένια στολή του ιππότη.

Πολεμιστής στη ζωή και στον θάνατο. Το επιτάσσει ο ιερός νόμος της Ισπανίας, της Κρήτης πιο πίσω. Το χρέος. Ούτε λουλούδια, ούτε μώβ πέπλα, ούτε διάκοσμος νεκρικός. Δεν υπάρχουν καν γυναίκες μήπως κι ο ακράτητος θρήνος τους εκτρέψει προς τον συναισθηματισμό εκείνο που το έργο θέλει να περισώσει: Ένα πυκνό, βουβό πάθος. Την φλεγόμενη πνευματικότητα που μονάχα ένα κλειστό αντρικό τάγμα μπορεί να ασκήσει. Το ασκητικό ιδεώδες που πυρπολούσε τον Γκρέκο δεν τον άφησε να γαληνέψει ποτέ σε δόξα και σε πλούτη. Εδώ η οδύνη είναι τόσο βαθειά που μένει άφωνη. Δεν ξεθυμαίνει, αργά λιώνει τα μάγουλα, τα μέτωπα που έχουν το χρώμα και την ύλη του κεριού.

Ό,τι περισσότερο μαγνητίζει με τη δύναμη του σε τούτο το απέραντο γεγονός είναι ο αμίλητος κύκλος των αρχόντων του Τολέδου, το ύφος με το οποίο αντιμετωπίζουν όσα οριακά συμβαίνουν μπροστά τους. Είναι ασφαλώς τό ίδιο τό ύφος του ζωγράφου τους, η εσωτερική του στάση, η πνευματική θέση του απέναντι στον θάνατο καα στο μετά τον θάνατο. Άν είναι έτσι όπως γράφουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, πως η βασιλεία του Θεού «κλέπτεται» από τους εραστές της αιωνιότητας, με τούτη εδώ τη ζωγραφική εκείνος άπλωσε με τόλμη το χέρι στον Παράδεισο. Ολοκλήρωσε την εσώτατη και πειστικότατη αναφορά του για όσα αντίκρυσε τις στιγμές της έκστασης.

Για το ίδιο το μυστικό της ζωής όπως κατόρθωσε με προσευχή και με τέχνη να αποσπάσει. Μυημένος στα μυστήρια της βυζαντινής αγιογραφίας στην Κρήτη, θα νήστευε πιθανόν και επί μέρες θα προσευχόταν προτού πιάσει το πινέλο στα χέρια του. Γιατί οι ορθόδοξοι αγιογράφοι θεωρούν πως το έργο που τελικά θα δημιουργηθεί στο τελάρο τους, στον τοίχο, στο χαρτί ή στο σανίδι τους είναι έργο θεόσταλτο. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο δέκτης πνοής θείας, δανείζει το χέρι του για μια δημιουργία που δεν του ανήκει. Γι' αυτόν το λόγο και θα υπογράψει, «χείρ Νικόδημου εποίει» ή «χείρ Θεοφάνους εποίει» ή «χείρ Δομήνικου εποίει» όπως εχάραξε κάτω από ορισμένα έργα του κι εκείνος.Οι μορφές των ευγενών της πόλης που πενθούν τον νεκρό Οργκάθ είναι μορφές περισυλλογής.

Avαδύονται μέσα από τον δαντελένιο ισπανικό γιακά σαν από ανοιγμένες καμέλιες. Ατενίζουν με γνώση και επίγνωση. Τα ωραία μακριά τους δάχτυλα σχολιάζουν σεμνά. Η φροντισμένη κομψότητα τους καμιά επίδειξη δεν κρύβει. Από ευπρέπεια και σεβασμό είναι καλοντυμένοι. Η σοβαρότητα κι η πίστη τους υφαίνουν κλοιό ασφαλείας γύρω απ' το φοβερό μυστήριο και πείθουν ακόμα περισσότερο για την πραγματικότητα του εξωπραγματικού. Οι ίδιοι αποδέχονται τό θαύμα με συγκρατημένη ανατριχίλα μια κι η αναμονή θαύματος είναι ζυμωμένη με την χριστιανική τους παιδεία.

Αναρριγούν αλλά δεν απορούν. Πρόκειται για άντρες εκπαιδευμένους στα όπλα της ζωής, του θανάτου, και του θαύματος που τα συνδέει. Δεν θαυμάζουν υστερικά, δεν διατυμπανίζουν αισθήματα. Παραστέκουν σεμνοί μάρτυρες του συνταρακτικού, φορείς ήθους ακλόνητου αλλά ευφυούς, σταθερού αλλά καί ευλύγιστου. Με αρετή και με τόλμη παραστέκουν. Με αρετή που προσκαλεί το θείο να φανερωθεί και με τόλμη να πιστέψουν εκείνα που είναι απίστευτα για τον μέτριο νου. Έχουν εντέλει τα πρόσωπα που αξίζουν σε μιαν αξιοπρεπή, καλότυχη πολιτεία: αρχόντων ικανών να εμπνεύσουν αξίες ηθικές στους συμπολίτες τους. Κι εκεί, στ' αριστερά, ανάμεσα στις ευγενικές κεφαλές, ο μόνος που ξεφεύγει απ' την γενική κίνηση και μας κοιτάζει κατάματα, είναι εκείνος που θεωρείται ως η πιθανότερη αυτοπροσωπογραφία του Γκρέκο...


Από το λουλούδι της κανέλλας της Μάρως Βαμβουνάκη! Καμιά περιγραφή δε θα μπορούσε να με καλύψει καλύτερα. Περιγράφει ακριβώς αυτά που νιώσαμε όσοι είχαμε την ευτυχία να δούμε αυτό το μοναδικό αριστούργημα από κοντά... και την ευχαριστώ για την περιγραφή...

Το λουλούδι της κανέλλας, Μάρω Bαμβουνάκη

Η ψυχή του ανθρώπου είναι σπαθί και ξεθηκάρωσε από το σώμα...



«Δομήνικος Θεοτοκόπουλος εποίει».

«...Πάω κι έρχομαι στα στενά δρομάκια, κι ο νους μου χιμάει πίσω γοητευμένος. Στις 8 του Απρίλη του 1614, ένα τέτοιο χαρούμενο πρωινό, η πόρτα του σπιτιού του μεγάλου Κρητικού ήταν ανοιχτή, παιδόπουλα με άσπρα δαντελωτά πουκάμισα στέκονταν στο κατώφλι με κίτρινες λαμπάδες. Ο περήφανος μυστηριώδης ξένος που είχε έρθει, τώρα και σαράντα χρόνια, από τη θάλασσα, είχε πεθάνει.
Όλο το Τολέδο πενθούσε. Ο θρύλος που είχε δημιουργήσει ο βίαιος, λιγομίλητος Κρητικός ζωντανεύει πάλι σήμερα σε όλα τα χείλια. Η ζωή του ήταν παράξενη, τα λόγια του λίγα και τσεκουράτα. Αυτός δεν ήταν που είπε για τον Μιχαήλ Άγγελο: «Καλός άνθρωπος, μα δεν ήξερε να ζωγραφίζει». Αυτός δεν ήταν που έκανε τα φτερά των αγγέλων τόσο μεγάλα που η Εκκλησία τρόμαξε; Αυτός δεν ήταν που έγραψε μια φορά σ’ ένα χαρτί: «Δεν μπορώ πια, βαγκέσασα!»; Κι όταν τον ρώτησε η Ιερά Εξέταση: «Πούθε ήρθες; Γιατί ήρθες;» αυτός αποκρίθηκε: «Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα!». Όταν έτρωγε, είχε μουσικούς στο διπλανό δωμάτιο να τα παίζουν και να ΄φραίνεται τρώγοντας. «Σπαταλούσε, λέει ο φίλος του Ιωσήφ Μαρτίνεθ, σπαταλούσε τα δουκάτα στα μεγαλεία του σπιτιού του!». Το δειλινό αγαπούσε να πηγαίνει στους κήπους του καρδινάλιου Σαντοβάλ υ Ρόχας. Ελιές, πορτοκαλιές, πεύκα, στέρνες με ψάρια, ξωτικά πουλιά, γυμνά αγάλματα, γυναίκες. Εκεί έσμιγε με τους φίλους του- ποιητές, καλόγερους, πολεμιστές, καρδιναλίους. Στους κήπους αυτούς πήγαιναν και οι πιο όμορφες Τολεδάνες αρχόντισσες που καθώς λέει ο Γκρέκο, «λεν περισσότερα με μια λέξη απ’ ότι ένας Αθηναίος φιλόσοφος μ’ ένα βιβλίο».
Το Τολέδο τον είχε γοητέψει. Ήταν η πολιτεία που του ταίριαζε- γιομάτη μεγαλείο και λάμψη, μα που είχε αρχίσει να ξεπέφτει και ν’ αφανίζεται. Ακόμα τότε περπατούσαν στα στενά δρομάκια της, όλο περηφάνια, με μια μυστική έξαρση, οι ιππότες κι οι ευγενείς, οι άγριοι καρδινάλιοι, οι χλωμοί καλόγεροι, όλες οι παθητικές φασματικές μορφές που γοήτεψαν το έμπειρο μάτι του ανυπόταχτου Κρητικού. Οι φλέβες του ήταν γιομάτες από διαλεχτό αραβίτικο αίμα. Τούτοι οι ίδιοι Άραβες, που είχαν αρπάξει την Ισπανία, είχαν ξεχυθεί ίσαμε την Κρήτη, «το νησί που τρέχει μέλι και γάλα... εμπάρκαραν κι έκαψαν τα καράβια τους για ν’ αναγκαστούν να την κουρσέψουν. Το ίδιο καταχτητικό αραβίτικο αίμα έτρεχε στις κρητικές κι ισπανικές φλέβες. Κι όταν ήρθε ο Γκρέκο στο Τολέδο, βρήκε μια άλλη αληθινή πατρίδα. Ακόμα το παρθενικό του μάτι, που δεν μπορούσαν να το’ χουν οι Ισπανοί ζωγράφοι, έβλεπε για πρώτη φορά, ξαφνικά, στην κρισιμότερη ακμή της νιότης του, τη μαγεία της Ισπανίας, τις εκστατικές χλωμιασμένες μορφές, την πικραμένη αυτή κατάσταση μιας ράτσας που αρχίζει να γέρνει στη δύση της.
Ο Θερβάντες την ίδια απαράλλαχτη εποχή αθανάτιζε, κλαίγοντας, γελώντας τους ιππότες τούτους της ελεεινής μορφής. Μα ο Γκρέκο, αναμερίζοντας το κωμικό στοιχείο, κατόρθωσε, ξεκινώντας από τους κουρασμένους τούτους ιδαλγούς διαβάτες, να διατυπώσει με τη γραμμή και το χρώμα ένα αιώνιο στοιχείο: την ακατάλυτη, απελπισμένη ψυχή του ανθρώπου.
Στις εκκλησίες γκρεμισμένα παλάτια, ένα αγιόκλημα μέσα στα χαλάσματα σηκώνει το κεφαλάκι του και μοσχοβολάει. Βρέθηκα πάλι στην Οβριακή, στο σπίτι του Γκρέκο, δρασκέλισα το κατώφλι. Μόλις έριξα μια ματιά με βίαια αρπαχτικά μάτια στις ζωγραφιές γύρα και σβάρνισα στα χρώματα και τις χλωμές, φαγωμένες από το πνέμα σάρκες, ένιωσα να πιάνεται η πνοή μου. Κι όπως συνηθίζω στις μεγάλες μου πίκρες ή χαρές, ανάγκασα τον εαυτό μου να καμωθεί τον αδιάφορο. Έχω στις φοβερές τούτες στιγμές, ανάγκη να παίξω, να ξεστρατίσω λίγο το νου μου, να του δώσω καιρό να καταλάβει πως και η πιο μεγάλη χαρά και πίκρα είναι ένας εφήμερος φωσφορισμός γύρα απ’ τα κόκαλα του ανθρώπου και δεν αξίζει για το χατίρι τους να σπάσει η καρδιά μας.
Στράφηκα προς το γέρο φύλακα του Μουσείου κι άρχισα να μιλώ και να χωρατεύω μαζί του. μίλησα, γέλασα, συνήφερε λίγο η καρδιά μου και τότε σώπασα κι άρχισα να κοιτάζω τον Γκρέκο.
Όλο το Αποστολάτο γύρα μου, και νιώθω ξαφνικά πως έπεσα μέσα σε φλόγες. Ο Απόστολος Βαρθολομαίος, ντυμένος ολάσπρα. Το μαυρόσγουρο, χλωμό, πεινασμένο κεφάλι σαλεύει σα φλόγα να ξεκορμίσει από το λαιμό. Κρατάει στα χε\έρια ένα μαχαίρι με τόση αλαφράδα και χάρη- λες και κρατάει φτερό και θέλει να γράψει. Δίπλα του ο Ιωάννης με κοκκινόσγουρα μαλλιά, έφηβος συνάμα και γυναίκα, αντρόγυνος, μυστικός, κρατά ένα δισκοπότηρο ξεχειλισμένο φίδια. Ο γερο-Σίμωνας, με βουλιαγμένα τα μάγουλά του, με τα μάτια άφραστα θλιμμένα, κρατάει κοντάρι αγωνιστή και γέρνει όλος απάνω του κι ακουμπάει να μην πέσει. Και καθώς σε κοιτάζει, νιώθεις την αγιάτρευτη πίκρα και τη ματαιότητα του αγώνα.
Όλοι οι απόστολοι έχουν πάρει φωτιά. Και στην είσοδο, η περίφημη εικόνα του Τολέδου κι ο Γιωργής, ο γιός του Γκρέκο, μπροστά, με ξεδιπλωμένο το χάρτη. Κι από τον ουρανό κατεβαίνει απάνω στο Τολέδο, χορεύοντας, κρεμάμενο ανάερα, ένα σμάρι άγγελοι με την Παναγία στη μέση. Σαν ένα ερωτικό σμάρι μέλισσες, την άνοιξη, με τη βασίλισσα ανάμεσα στις χνουδωτές κοιλιές τους. Ένας άγγελος πέφτει από πάνω κατακέφαλα, σαν άστρο που χύνεται.
Θυμούμαι την Ανάσταση του Γκρέκο στο μουσείο της Μαδρίτης. Κάτω οι φρουροί, κίτρινοι, πρασινωποί, γαλάζοι, καταγκρεμίζουνται τα’ ανάσκελα, κι ολόισος σα μακροκότσανο κρίνο, κάτασπρος, ανεβαίνει από την παρδαλή τούτη μανιασμένη ανθρώπινη μάζα ο Χριστός. Θείο βέλος που ανηφορίζει στον ουρανό σηκώνοντας το βάρος της ύλης και το θάνατο. Και μέσα στο παγωμένο τοπίο, πως λάμπει σα σμαλτωμένο μέταλλο, το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου με τρεις μπροστά πανοπλίες, μπλαβή, σκούρα θαλασσιά και κίτρινη, η φορεσιά του παιδιού, η λάμψη η απόκοσμη που χτυπάει, όλα σου δίνουν μιαν τέτοιαν έξαρση που θαρρείς πως σφεντονίστηκε της πανσέληνος τοπίο.
Σε όλες τις ζωγραφιές του Γκρέκο το φως σπαθίζει με σφοδρότητα, γερά, έχει κάτι το ανήλεο και σαρκοβόρο- είναι σαν το Άγιο Πνεύμα στην επιφοίτησή του. Οι Απόστολοι καταλαγιάζουν κάτω τρεμάμενοι. Σα να θέλουν «πουν», μα είναι πια πολύ αργά. Το Πνεύμα ορμάει σα γεράκι και γαντζώνεται απάνω τους, ένας Απόστολος βάζει σταυρωτά τα χέρια απάνω από το κεφάλι του για να αποφύγει το Πνέμα μα τα χέρια του γιομώνουν αίματα. Τέτοιο φως είναι στα έργα του Γκρέκο. Τρώει τα σώματα, αποσυνθέτει τα σύνορα σώματος και ψυχής, τανύζει σα δοξάρι τα κορμιά- κι ας σπάσουν. Το φως του είναι κίνηση βίαιη. Δεν πηγάζει από τον ήλιο, είναι αντίθετο με το φως του. Το φως χιμάει σαν από φεγγάρι τραγικό, ο αγέρας μερμηδίζει γιομάτος ρεύματα, οι άγγελοι κάποτε ξεσπούν κατάκορφα στον ουρανό σαν αστροβολίδες, πολύχρωμες, απειλητικές, απάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Έτσι τα πρόσωπα του Γκρέκο έχουν κερωμένην, εκστατικήν όψη που έχουν τα φαντάσματα ή που παίρνουν οι μορφές μας σε μια μεγάλη γαλάζιαν φωταψίαν.
Η αγωνία του Γκρέκο είναι: πίσω από τα φαινόμενα να βρει την ουσία. Να τανύσει το σώμα, να το μακρύνει, να το φωτίσει αρπαχτικά, να επιφοιτήσει τα κάτω με τα άνω και να το κάψει όλο. Όλος ανησυχία και πείσμα, περιφρονούσε τους συνηθισμένους κανόνες της τέχνης, προσηλωμένος μονάχα στο δικό του όραμα, παίρνει το πινέλο του όπως ο ιππότης το σπαθί του, και πολεμάει. «Η ζωγραφική είναι άθλος, έμπνευση, ενέργεια απόλυτα προσωπική».
Όσο γερνάει, αντίς να γαληνεύει, δηλαδή να ξεθυμαίνει, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ο Γκρέκο αγριεύει ολοένα. Ο σφυγμός του όλο και γρηγορεύει, η «παραφροσύνη» του όλο και γίνεται πιο γόνιμη. Τα στερνά του έργα, Η Πέμπτη σφραγίδα, ο Λαοκόοντας, το Τολέδο με την καταιγίδα, είναι καθάρια φλόγα. Δεν είναι σώματα. Η ψυχή του ανθρώπου είναι σπαθί και ξεθηκάρωσε από το σώμα. Κι όσο προχωράει ο Κρητικός στην ηλικία, τολμάει ακόμα και τούτο: Ο άνθρωπος είναι- ψυχή και σώμα- ολάκερος σπαθί. Ολοένα το σώμα εξαϋλώνεται, τεντώνεται διάφανο, λαμπερό, απόκοσμο- σαν ψυχή. Οι μυστικοί αλχημιστές του Μεσαίωνα έλεγαν: «Αν δεν ασωματώσεις τα σώματα, τίποτα δεν κατόρθωσες». Ο Γκρέκο στα στερνά χρόνια του τέλεψε τον αλχημικό του τον άθλο.
Κάποτε η αγάπη της γης αναβρύζει σφοδρή από τα σώματα του Γκρέκο. Οι άγγελοί του έχουν στέρεα αθλητικά κορμιά. Είναι μελαχρινοί, με αλαφρό μαύρο χνούδι στα μάγουλα και στο απάνω χείλι κι η μύτη τους είναι ανασκωμένη, όλο χάρη. Και στην εκκλησιά του Αι-Βιθέντε στο Τολέδο ένας άγγελος σπρώχνει με τα ρωμαλέα μπράτσα του τα με τόση δύναμη την Παναγία στον ουρανό, που καθώς τον κοιτάζεις, η δύναμή του σε συνεπαίρνει τόσο που τα μπράτσα σου και τα στήθια πονούν, σα να σπρώχνουν όλη τη γης ψηλά κατά τον ουρανό.
Τα πορτρέτα του Γκρέκο έχουν τόση ένταση που ανατριχιάζεις, σα να βλέπεις μέσα από το μαύρο φόντο νά’ ρχεται , συμπύκνωση φασματική του αιθέρα, ο άγιος ιππότης ή καρδινάλιος. Ο Γκρέκο ένιωθε το σώμα του ανθρώπου ως εμπόδιο συνάμα όμως ως και το μόνο μέσο για να εκφραστεί η ψυχή. Γι’ αυτό δεν το απαρνήθηκε όπως οι Άραβες ξομπλιαστές, βάζοντας στη θέση του αφηρημένα γεωμετρικά σχήματα. Ξαθέρι του κορμιού δεν ήταν για τον Γκρέκο το παιχνίδι που κάνουν η σάρκα και το σώμα: Ήταν η ψυχή, το αόρατο μαργαριτάρι που έπρεπε να γίνει ορατό. Γι’ αυτό όσο κοιτάζεις τα πορτρέτα του Γκρέκο νιώθεις να σε κυριεύει μεταφυσικός τρόμος. Οι σκοτεινές έννοιες: αλχημιστής, μάγος, γόης, ξορκιστής, έρχονται στο νου σου. Όλοι τούτοι οι ζωγραφισμένοι άνθρωποι διατηρούν το σώμα που είχαν όταν ζούσαν, τα σουσούμια, τα ίδια ρούχα, είναι οι ίδιοι που ξανάρχονται, μέσα από μαγικό τέχνασμα, αναστημένοι από έναν παντοδύναμο ξορκιστή. Η τέχνη έτσι ξαναπαίρνει μια μαγική δύναμη κι ανασταίνει τους πεθαμένους. Μα δεν υπάρχει πια στα αναστημένα τούτα κορμιά γλύκα, αφέλεια και σωματική ζέστα. Πέρασαν την κόλαση, το Πουργατόριο και τον Παράδεισο, και ξαναγυρίζουν στη γης απόκοσμες. Έτσι βγαίνουν, περνώντας από το τρίπατο μυαλό του Γκρέκο, όλοι του οι άγιοι κι οι άνθρωποι.
Ο πνευματικός της Αγίας Τερέζας, ο πάτερ Μπάνιεθ έλεγε: «Η Τερέζα είναι Άγια από τα πόδια ίσαμε το κεφάλι. Μα από το κεφάλι και πάνω το μπόι είναι ασύγκριτα πιο μεγάλο». Τούτο το μπόι, το αόρατο αγωνίζουνταν σε όλη τη ζωή ο Γκρέκο να ζωγραφίσει».


Νίκος Καζαντζάκης

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

2 ΑΠΡΙΛΗ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Μοντεσκιέ: Δεν υπάρχει σχεδόν καμία λύπη που να μην μπορεί να την διώξει μιας ώρας διάβασμα

Η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου, την ημέρα που γεννήθηκε ο μεγάλος Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.


Την καθιέρωσε η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (Ιnternational Board on Books for Young People - ΙΒΒΥ) το 1966. Από τότε, κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της οργάνωσης αυτής ετοιμάζει ένα μήνυμα και μια αφίσα, που διανέμονται σε όλο τον κόσμο, με σκοπό να τονίσουν την αξία των βιβλίων και της ανάγνωσης, και να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την ανάπτυξη και τη διάδοση της παιδικής λογοτεχνίας.


Σε όλες τις χώρες, τα παιδιά, οι συγγραφείς, οι εικονογράφοι, οι μεταφραστές, οι βιβλιοθηκάριοι, οι εκδότες και οι εκπαιδευτικοί γιορτάζουν την παγκόσμια αυτή ημέρα με διάφορες εκδηλώσεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, πλατείες και άλλους χώρους, δείχνοντας έτσι την αγάπη και το ενδιαφέρον τους για τα βιβλία και το διάβασμα.